Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὧδ' ἠμείψατο

См. также в других словарях:

  • ἠμείψατο — ἀμείβω change aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠμείψατ' — ἠμείψατο , ἀμείβω change aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἠμείψατε , ἀμείβω change aor ind act 2nd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώδε — (I) ὦδε, Α (δ. γρφ.) βλ. ώδε. (II) ὧδε, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὦδε και δωρ. τ. ὧ και αττ. επιτεταμμένος τ. ὡδί Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) (ως τροπ. επίρρ.) με αυτόν τον τρόπο, ως εξής, έτσι αρχ. 1. (ως τοπ. επίρρ.) εδώ («ὧδε κἀκεῑ μετοικιζόμενος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»